Ο χειροποίητος χαλβάς του Αργουδέλη θα σε οδηγήσει (και) αυτή τη Σαρακοστή στον Πειραιά
Αφιέρωμα: Πειραιάς
Η οικογένεια Αργουδέλη παράγει χειροποίητο χαλβά από το δικό της ταχίνι, λουκούμια και παραδοσιακά γλυκά με εκλεκτές πρώτες ύλες και συνεχίζει την οικογενειακή ιστορία, που κρατά πάνω από τέσσερις γενιές, στον Πειραιά.
- 10/03/2023
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
Όταν ακούς το όνομα Αργουδέλης, το μυαλό σου δεν μπορεί παρά να πηγαίνει στον χαλβά. Πρόκειται, άλλωστε, για μια από τις πιο παλιές βιοτεχνίες του Πειραιά, με ιστορία που ξεκινά το (πολύ) μακρινό 1860. Τότε, ο Δημήτριος Αργουδέλης, που είχε εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη από τη Σμύρνη, έμαθε την τέχνη του σουσαμιού και ξεκίνησε στην πορεία να φτιάχνει ταχίνι και χαλβά. Με διαδοχικούς σταθμούς τη Σύρο, την Τήνο και τη Μύκονο, η οικογένεια εμπλούτισε τις γνώσεις της και οδηγήθηκε αργότερα στον Πειραιά, όπου άνοιξε το πρώτο της εργοστάσιο το 1919.
«Οι προπαππούδες μου, η Άννα και ο Νικόλας, έμαθαν για το σουσάμι από τον προ-προ-πάππου μου, τον Δημήτριο Αργουδέλη. Όταν παντρεύτηκαν, έκαναν τα δικά τους παιδιά και, έπειτα, ακολούθησε ένα μεγάλο ταξίδι σε νησιά του Αιγαίου, στο καθένα από τα οποία μάθαιναν και από μια τέχνη. Στη Σύρο για τα λουκούμια, στην Τήνο για τα γλυκά του κουταλιού. Το 1905 ήρθαν στον Πειραιά και τις τέχνες που έμαθαν τις μετέτρεψαν σε μια ωραία οικοτεχνία, η οποία έδωσε δουλειά σε μια πολύ μεγάλη οικογένεια. Εννιά παιδιά! Αυτή η οικοτεχνία σιγά-σιγά εξελίχθηκε και, κάπως έτσι, άνοιξαν το πρώτο τους εργοστάσιο το 1919», μου εξηγεί η Ευφροσύνη Σταθοπούλου, σημερινή διαχειρίστρια της επιχείρησης, μαζί με τον ξάδερφό της, Βασίλη Ράλλη, που ανήκουν στην 5η γενιά.

Στόχος παραμένει μέχρι σήμερα η διατήρηση της παράδοσης του ονόματος, που έκανε ξακουστό τον χειροποίητο χαλβά σε όλη την Ελλάδα, αλλά και η αδιαπραγμάτευτη ποιότητα στις πρώτες ύλες και τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται. Για να καταλάβεις, η οικογένεια Αργουδέλη φτιάχνει το δικό της ταχίνι, με σουσάμι που έρχεται αποκλειστικά από την Αιθιοπία και το Σουδάν. «Το σουσάμι το καθαρίζουμε, το κοσκινίζουμε, το ψήνουμε και το αλέθουμε. Είναι μια διαδικασία που κρατά δεκαέξι ώρες, οπότε είναι πιο χρονοβόρα αλλά και κοστοβόρα από το να πάρεις έτοιμο ταχίνι. Παρόλα αυτά μας αρέσει αυτή η διαδικασία γιατί βγαίνει ένα ταχίνι το οποίο είναι εύγευστο. Δεν πικρίζει και βγάζει έναν χαλβά πολύ λευκό. Θεωρούμε πολύ σημαντικό το γεγονός ότι μπορούμε να ελέγχουμε την παραγωγή του από την αρχή μέχρι το τέλος, καθώς έτσι, μπορούμε να εγγυηθούμε για την ποιότητά του», μου αναφέρει η Ευφροσύνη.
Όσον αφορά τον χαλβά τους, να σου πω ότι αποτελείται από περισσότερο από 50% ταχίνι, με αποτέλεσμα η γεύση του να είναι πλούσια, έντονη και συνάμα εξαιρετικής νοστιμιάς. Δεν γινόταν, άλλωστε, να μη δοκιμάσω κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου στο κατάστημά τους. Πώς ετοιμάζεται, όμως, ο χαλβάς και πώς πετυχαίνει αυτό το ωραίο γευστικό αποτέλεσμα; «Για τον χαλβά ανακατεύουμε ζάχαρη και νερό στο χαλβαδοκάζανο, έως ότου πάρουν τη μορφή καραμέλας. Έπειτα, αυτή η καραμέλα προστίθεται σε ημισφαιρικά δοχεία μαζί με το ταχίνι και εκεί, το χέρι του ανθρώπου ζυμώνει σιγά-σιγά τον χαλβά, ώστε να “παντρευτούν” τα υλικά μεταξύ τους. Η καραμέλα τότε σπάει και δημιουργεί αυτές τις χαρακτηριστικές ίνες, που θα διακρίνετε και εσείς στον χαλβά μας. Σαν συστατικά είναι αρκετά απλό γλυκό. Σαν τρόπος ανάδευσης και δημιουργίας, ωστόσο, είναι πολύ κοπιαστικό, γιατί ο τεχνίτης σε κάθε μπασίμι διαχειρίζεται 80 κιλά προϊόν, συν το βάρος του ανοξείδωτου δοχείου. Δεν θέλει δύναμη, θέλει τρόπο, αλλά παραμένει μια δύσκολη διαδικασία», περιγράφει η Ευφροσύνη.
Ακόμη, στον Αργουδέλη συναντάμε μεν τις κλασικές γεύσεις χαλβά, όπως βανίλια, αμύγδαλο και κακάο, αλλά η επιχείρηση δεν θέλησε να περιοριστεί εκεί. Συμβαδίζοντας με τις νέες διατροφικές ανάγκες αλλά και τα «θέλω» της αγοράς, προσπάθησε να φέρει μια μεγαλύτερη ποικιλία, που να καλύπτει τα γούστα όλο και περισσότερων. «Ανταποκρινόμενοι στις σύγχρονες απαιτήσεις, δημιουργήσαμε ορισμένες καινούριες γεύσεις, οι οποίες βασίζονται στη μεσογειακή και ελληνική παράδοση, όπως ο χαλβάς με ελληνικό καφέ. Ήμασταν οι πρώτοι που τον φτιάξαμε και είδαμε αμέσως ότι άρεσε, καθώς δεν σε λίγωνε καθόλου η γεύση του. Αργότερα, φτιάξαμε χαλβά με φυστίκι Αιγίνης, με μαστίχα Χίου, με περγαμόντο και κανέλα, με πορτοκάλι και σοκολάτα. Ο κόσμος πάει επίσης προς τα προϊόντα ολικής, οπότε έχουμε φτιάξει χαλβά ολικής με καστανή ζάχαρη και μύρτιλο», προσθέτει.
Εκτός από τον χαλβά και το ταχίνι, στον Αργουδέλη θα βρεις πλήθος προϊόντων δικής τους παραγωγής, που διατίθενται επίσης στο τμήμα λιανικής του εργοστασίου και στο κατάστημα επί της Δημητρίου Γούναρη, λίγα μέτρα από το λιμάνι. Υπάρχουν γλυκά του κουταλιού, υποβρύχια, μαρμελάδες, βυσινάδες, λουκούμια. Και, μάλιστα, για όλα τα παραπάνω, οι πρώτες ύλες έρχονται από πιστοποιημένους Έλληνες παραγωγούς. «Τα φρούτα και οι ξηροί καρποί έρχονται όλα από τοπικούς παραγωγούς, με πολλούς από τους οποίους συνεργαζόμαστε χρόνια, καθώς έτσι διασφαλίζουμε την ποιότητά μας. Στηρίζουμε τον τόπο μας όσο μπορούμε. Αν δεν υπάρχει κάποια πολύ καλύτερη εναλλακτική, πάντα προτιμούμε την τοπική παραγωγή», μου εξομολογείται η Ευφροσύνη.
Και κάπως έτσι, ο Αργουδέλης στον Πειραιά αποτελεί ένα από τα must μέρη για χαλβά (και όχι μόνο) στην πόλη, αφού έρχονται άνθρωποι από κάθε άκρη της για να τον προμηθευτούν, ειδικά την περίοδο της Σαρακοστής. «Πράγματι, έρχονται από όλη την Αθήνα για τα προϊόντα μας. Τα στέλνουμε, μάλιστα, και σε όλο το Αιγαίο, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, μέχρι τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη, σε επιλεγμένα καταστήματα. Και φυσικά, τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε δημιουργήσει ένα e-shop, από το οποίο μπορεί να αγοράσει κάποιος τα προϊόντα μας από όπου κι αν βρίσκεται στην Ελλάδα και να τα λάβει ακριβώς στην πόρτα του».
Όπως μου τονίζει η Ευφροσύνη, κλείνοντας την κουβέντα μας, ο χαλβάς είναι μια τέχνη, κάτι που δεν μαθαίνεται εύκολα, αλλά περνά από γενιά σε γενιά και είναι κάτι το οποίο χρειάζεται κρίση, σωστή εκτίμηση της μάζας και του ζυμώματος, ώστε να γίνει ο χαλβάς ζουμερός και τραγανός ταυτόχρονα. Και για την οικογένεια Αργουδέλη, όλα αυτά τα χρόνια, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια δουλειά. «Είναι μια αγάπη. Σαν μικρό παιδί ερχόμουν στο εργοστάσιο απλά για να περάσω την ώρα μου, να ανακαλύψω πράγματα. Έβλεπα τους τεχνίτες να ζυμώνουν και πάντα αυτό με γοήτευε. Παρόλο που στην αρχή ακολούθησα άλλη επαγγελματική πορεία, διάλεξα τελικά την επιχείρησή μας από αγάπη, γιατί ήταν ένα περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα. Δεν με πίεσε κανείς να το αναλάβω. Ήταν συνειδητή επιλογή και κάτι που μέχρι σήμερα δεν μετανιώνω», μου λέει με χαμόγελο η Ευφροσύνη.